καζαντίζω

καζαντίζω
αμετ. наживать, приобретать состояние, имущество

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καζαντίζω" в других словарях:

  • καζαντίζω — καζαντίζω, καζάντισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καζαντίζω — και καζαντώ αποκτώ πλούτη, περιουσία, κερδίζω, πλουτίζω, κάνω προκοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kazandim, αόρ. τού ρ. kazanmak] …   Dictionary of Greek

  • καζαντίζω — (λ. τουρκ.), ισα, καζαντισμένος, κερδίζω, πλουτίζω: Ο αδερφός του γιατρού πήγε στην Αμερική και καζάντισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым …   Википедия

  • Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …   Википедия

  • ακαζάντιστος — η, ο [καζαντίζω] 1. αυτός που δεν καζάντισε, δεν απόκτησε περιουσία, κέρδη 2. απρόκοφτος, αχαΐρευτος …   Dictionary of Greek

  • καζάντια — η και καζάντι και καζάντιο, το 1. κέρδος, όφελος, απολαβή από εργασία ή εμπορικές συναλλαγές κ.λπ., απόκτηση περιουσίας 2. φρ. (χλευαστ.) «είδαμε την (ή τα) καζάντια σου» είδαμε την προκοπή σου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. καζαντίζω] …   Dictionary of Greek

  • καζάντισμα — το [καζαντίζω] απόκτηση περιουσίας, οικονομική προκοπή, καζάντια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»